- φάσιμο
- το, Ν(διαλ. τ.) ύφανση.[ΕΤΥΜΟΛ. < υφαίνω / φαίνω + κατάλ. -σιμο (πρβλ. φέρ-σιμο)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φάσιμο — το, ατος η ύφανση (βλ. λ.): Γερό φάσιμο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παραφασάδα — η ελάττωμα στην ύφανση, στο φάσιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + φασά «ύφανση» + κατάλ. άδα] … Dictionary of Greek
ύφανση — η 1. το πλέξιμο σε αργαλειό. 2. ο τρόπος πλεξίματος στον αργαλειό, το φάσιμο, η υφή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)